μέλαθρο(ν)

μέλαθρο(ν)
το (Α μέλαθρον και μέλεθρον)
νεοελλ.
μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον»)
αρχ.
1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν στύλων», ΠΔ)
3. οροφή, στέγη
4. οικία, κατοικία
5. φωλιά ζώου
6. κλουβί
7. συν. στον πληθ. τά μέλαθρα
τα ανάκτορα βασιλέων και ηγεμόνων
8. φρ. «οὐράνιον μέλαθρον» — ο ουρανός, ο ουράνιος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα -θρον (πρβλ. βάρα-θρον) δηλώνει ελληνική προέλευση, αν δεν πρόκειται περί προελληνικού τύπου, προσαρμοσθέντος μορφολογικά στην ελλ. γλώσσα. Η σύνδεση τής λ. με τα μέλας, μελαίνω (πρβλ. το ερμήνευμα τού Μεγάλου Ετυμολογικού Λεξικού «ἀπὸ τοῡ μελαίνεσθαι ἀπὸ τοῡ καπνοῡ») είναι προϊόν παρετυμολογίας. Η σύνδεση, εξάλλου, τής λέξης τόσο με το βλωθρός (< *μλωθρός) «υψηλός, μεγαλοπρεπής» όσο και με το κμέλεθρον* «δοκός», παρά την ομοιότητα τών δύο τύπων, θεωρείται εξίσου αβέβαιη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Karipion Melathron — Karipio Melathro ( el. Καρίπειο Μέλαθρο) is an Ottoman period historical building in the center of Thessaloniki, Greece. It is located in the crossroad of Olympiados and F.Dragoumi streets. Its architect is the Italian Vitaliano Pozzeli. Karipio… …   Wikipedia

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… …   Dictionary of Greek

  • μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …   Dictionary of Greek

  • μέλεθρον — μέλεθρον, τὸ (Α) βλ. μέλαθρο …   Dictionary of Greek

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”